Κυριακή 17 Αυγούστου 2008

Ἐγκύκλιος 125η: Ἑορτασμὸς μνήμηες Ἱσαποστόλου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ

 
 
 
 
 
 
 
Ἐν Δελβινακίῳ τῇ 16ῃ Αὐγούστου 2008  

                            Ἀριθ. Πρωτ. 80

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ  125η

ΘΕΜΑ: «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἐθναπόστολος καὶ Ἱερομάρτυρας.


Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
-Α-
            Σήμερα, ποὺ ζοῦμε ἐλεύθεροι στὴν δημοκρατική μας Πατρίδα, ποὺ ἔχουμε ὡραίους καὶ μεγαλοπρεπεῖς Ναοὺς καὶ ἐπιβλητικὰ σχολικὰ κτίρια, παρὰ τὶς κάποιες ἐλλείψεις, δὲν μποροῦμε, ἴσως, νὰ καταλάβουμε πόσο δύσκολη ἦταν ἡ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία  περιώδευε στὴν Ἑλληνική μας Πατρίδα καί, μάλιστα, στὴν Βόρειο Ἤπειρο (1760-1779), ὁ ἐθναπόστολος καὶ ἱερομάρτυρας Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
            Ὁ 18ος αἰώνας θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς ἡ χειρότερη ἐποχὴ γιὰ τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων. Οἱ καταπιέσεις τῶν Τούρκων εἶχαν πληθυνθῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἐξισλαμισμοὶ ἦταν καθημερινὸ φαινόμενο. Πολλοὶ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι γιὰ νὰ ἀποφύγουν τοὺς δυσβάστακτους φόρους ἤ τὶς ἀπειλὲς τοῦ δυνάστη γιὰ τὴν ζωή τους, ἀρνοῦντο τὴν Ὀρθοδοξία καὶ γινόντουσαν μουσουλμάνοι. Χάνοντας, ὅμως, τὴν Πίστη τους ἔχαναν, συνάμα, καὶ τὴν ἐθνική τους συνείδηση. Κι’ αὐτός, ἀκριβῶς, ἦταν ὁ μεγάλος, ὁ θανάσιμος κίνδυνος, ποὺ διέτρεχε τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος ἐκείνη τὴν σκοτεινὴ καὶ φοβερὴ ἐποχή.
-Β-
            Ἀλλ’ ὁ Θεὸς εἶδε τὰ δάκρυα καὶ ἄκουσε «τὸν στεναγμὸ τῶν πενήτων» (βλ. Ψαλμ. ια΄ 6). Ἔδωσε, λοιπόν, νεύση στὴν καρδιὰ ἑνὸς ἐκλεκτοῦ τέκνου τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους, τοῦ Ἱερομονάχου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ τότε ζοῦσε στὸ Ἅγιο Ὄρος, ἀσκούμενος ὡς Μοναχὸς στὴν Μονὴ Φιλοθέου. Ὁ ἴδιος, στὴν Α΄ Διδαχή του, ἀναφέρει πῶς τοῦ ἔκαμε τὴν σχετικὴ κλήση ὁ Θεός. Νὰ τὶ γράφει : «Ἀναχωρῶν ἀπὸ τὴν πατρίδα μου πρὸ πενῆντα ἐτῶν, ἐπεριπάτησα τόπους πολλούς, κάστρα, χώρας καὶ χωρία, καὶ μάλιστα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ περισσότερον ἐκάθησα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, δεκαεπτὰ χρόνους, καὶ ἔκλαιον διὰ τὰς ἁμαρτίας μου. Σιμὰ εἰς τὰ ἄπειρα χαρίσματα ποὺ μοῦ ἐχάρισεν ὁ Κύριός μου, μὲ ἠξίωσε καὶ ἔμαθα ὀλίγα γράμματα Ἑλληνικά, ἔγινα καὶ καλόγερος.
            Μελετῶντας τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον εὗρον μέσα πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ὅλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλοῦτος, χαρά, εὐφροσύνη, ζωὴ αἰώνιος. Σιμὰ εἰς τὰ ἄλλα εὗρον καὶ τοῦτον τὸν λόγον ὁποὺ λέγει ὁ Χριστός μας,  πὼς  δὲν πρέπει κανένας χριστιανὸς ἄνδρας ἤ γυναῖκα, νὰ φροντίζῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του μόνον πῶς νὰ σωθῇ, ἀλλὰ νὰ φροντίζῃ καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς του νὰ μὴ κολασθοῦν. Ἀκούοντας καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, τοῦτον τὸν γλυκύτατον λόγον ὁποὺ λέγει ὁ Χριστός μας, νὰ φροντίζωμεν καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς μας, μ’ ἔτρωγεν ἐκεῖνος ὁ λόγος μέσα εἰς τὴν καρδίαν τόσους χρόνους, ὡσὰν τὸ σκουλήκι ὁποὺ τρώγει τὸ ξύλον, τὶ νὰ κάμω καὶ ἐγὼ στοχαζόμενος εἰς τὴν ἀμάθειάν μου. Ἐσυμβουλεύθηκα τοὺς πνευματικούς μου πατέρας, ἀρχιερεῖς, πατριάρχας, τοὺς ἐφανέρωσα τὸν λογισμόν μου, ἀνίσως καὶ εἶνε θεάρεστον τέτοιον ἔργον νὰ τὸ μεταχειρισθῶ, καὶ ὅλοι μὲ παρεκίνησαν νὰ τὸ κάμω, καὶ μοῦ εἶπον πὼς τέτοιον ἔργον καλὸν καὶ ἅγιον εἶνε. Μάλιστα παρακινούμενος ἀπὸ τὸν Παναγιώτατον κύριον Σωφρόνιον, Πατριάρχην - νὰ ἔχωμεν τὴν εὐχήν του- καὶ λαμβάνοντας τὰς ἁγίας του εὐχάς, ἄφησα τὴν ἰδικήν μου προκοπήν, τὸ ἰδικόν μου καλόν καὶ ἐβγῆκα νὰ περιπατῶ ἀπὸ τόπον εἰς τόπον καὶ διδάσκω  τοὺς ἀδελφούς μου... Καὶ δὲν ἔχω μήτε σακκούλα, μήτε σπίτι, μήτε κασσέλα , μὴτε ἄλλο  ράσο ἀπὸ αὐτὸ ὁποὺ φορῶ, ἀλλὰ ἀκόμη παρακαλῶ τὸν Κύριόν μου μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μου νὰ μὲ ἀξιώσῃ νὰ μὴν ἀποκτήσω  σακκούλα, διότι ὡσὰν κάμω ἀρχὴν νὰ παίρνω ἄσπρα, εὐθὺς ἔχασα τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ δὲν ἠμπορῶ καὶ τὰ δύο, ἤ τὸν Θεὸν ἤ τὸν διάβολον» (Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου : «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς», ἔκδοσις ΙΒ΄, σελ. 105-106).
-Γ-
            Ἔτσι, λοιπόν, ἔγινε ἡ κλήση στὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Καὶ ἔτσι ξεκίνησε τὸ μεγάλο ἱεραποστολικὸ καὶ ἐθνωφελὲς ἔργο του μέσα ἀπὸ ἐμπόδια καὶ τεράστιες δυσκολίες  ἀπὸ ληστές, ἀπὸ Τούρκους, ἀπὸ Ἑβραίους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, πού, ἰδιαίτερα στὴν Ἤπειρο, εἶναι συχνὰ ἐπικίνδυνα κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ χειμῶνος. Φαίνεται, ὅμως, ὅτι καὶ ἀπὸ τὸν παπισμὸ ἐκινδύνευαν σοβαρὰ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, ἀφοῦ εἶναι γνωστό, πὼς τὸ Βατικανὸ ἀσκεῖ ἀσύστολη προπαγάνδα στοὺς ἐμπεριστάτους λαούς. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους : «τὸν πάπαν νὰ καταρᾶσθε, διότι αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ αἰτία».

-Δ-
            Ἐν τούτοις, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κατώρθωσε, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, νὰ φέρῃ εἰς αἴσιον πέρας τὴν μεγάλη καὶ σωτηριώδη ἀποστολή του. Οἱ ἐξισλαμισμοὶ σταμάτησαν. Τὰ ἑλληνικὰ γράμματα ἄρχισαν νὰ γίνωνται κτῆμα τῶν ἑλληνόπουλων. Τὰ μίση καὶ οἱ ἀντεκδικήσεις περιωρίστηκαν κατὰ πολύ. Ἡ παπικὴ προπαγάνδα ἀνεστάλη. Τὰ παζάρια ἀπὸ τὴν Κυριακὴ μεταφέρθηκαν τὸ Σάββατο. Οἱ ἄνθρωποι ἔμαθαν νὰ ἀγαποῦν τὰ δένδρα, μπολιάζοντας χιλιάδες ἀγριόδενδρα καὶ μεταβάλλοντάς τα σὲ καρποφόρα. Καί, τέλος, οἱ καρδιὲς ἑτοιμάστηκαν κατάλληλα, ὥστε σὲ λίγες δεκαετίες ἀργότερα νὰ μετάσχουν στὸν ἀγῶνα τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας  τοῦ 1821 .  Φυσικά, τὸ τέλος  του  ἦταν μαρτυρικό.  Στὶς  24  Αὐγούστου  1779  οἱ Τοῦρκοι, δωροδοκηθέντες ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους, τὸν ἀπαγχόνισαν στὸ Καλικόντασι τῆς Βορείου Ἠπείρου.
-Ε-
            Ἡ ἀκριτικὴ Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης τιμῶντας τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ ὄχι μόνο ἀνήγειρε στὴν Κόνιτσα τὸν γνωστὸ μεγαλοπρεπῆ Ναό, ἀλλὰ καὶ ὀργανώνει κάθε χρόνο λαμπρὲς τελετές. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ φέτος οἱ ἑόρτιες ἐκδηλώσεις θὰ διεξαχθοῦν κατὰ τὸ ἀκόλουθο   Π ρ ό γ ρ α μ μ α :
            α) Τὸ Σάββατο, 23 Αὐγούστου 2008, παραμονὴ τῆς ἑορτῆς, θὰ ψαλῇ ὁ Μέγας πανηγυρικὸς ἑσπερινός, μὲ τὴν συμμετοχὴ  καὶ ἄλλων Σεβασμιωτάτων Ἱεραρχῶν. Ὁ Ἑσπερινὸς θὰ ἀρχίσῃ στὶς 7 μ.μ. Στὴν συνέχεια θὰ ἐπακολουθήσῃ ἡ λιτάνευση τῆς Εἰκόνας καὶ τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου. Τέλος,
            β) Τὴν Κυριακή, 24 Αὐγούστου, κυριώνυμη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, ὁ Ὄρθρος καὶ ἡ Ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία, μετὰ τὸ πέρας τῆς ὁποίας θὰ προσφερθῇ καφὲς στὸ Δημαρχεῖο, ἐνῷ οἱ Ἀρχιερεῖς θὰ μεταβοῦν στὴ Μονὴ Μολυβδοσκέπαστης, ὅπου θὰ ψαλῇ Τρισάγιο στὸν τάφο τοῦ μακαριστοῦ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ.
            Νὰ δώσουμε ὅλοι τὸ «παρών» γιὰ νὰ τιμήσουμε τὸν μεγάλο Ἅγιο.
            Θὰ σᾶς περιμένω μὲ χαρά. Χρόνια πολλὰ σὲ ὅλους, ἅγια, εὐλογημένα.

Διάπυρος πρὸς Χριστὸν εὐχέτης
  Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+  Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης   Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ